Η συνεχής ενασχόληση με την τεχνολογία μπορεί εύκολα να παρασύρει και να πορώσει. Εμένα τουλάχιστον μου συμβαίνει. Χρειάζεται συχνά να θυμίζω στον εαυτό μου πως το ταξίδι δεν μετριέται με coilover και σούπερ-ημιαξόνια, ούτε με megapixels και navi-systems. Μετριέται με ψυχή, με “κιλά” εκεί που μετράνε και με την εσωτερική ανάγκη να πας “μέχρι την επόμενη τελεία”.
Προχθές χαλάρωσα κάνοντας ένα ταξίδι λίγο πίσω. Το έκανα κοιτώντας ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τη “βρεφική” μου ηλικία.
Έχοντας πλέον γ@μ@το scanner (λόγω της τεχνολογίας :mrgreen:) είπα να το μοιραστώ μαζί σας.
Λοιπόν, αυτός ήταν ο “παππούς”. Ένα Land Rover Series III με κοντό μεταξόνιο 88” και κινητήρα βενζίνης 2.25 λίτρων. Τον είχαμε ανακατασκευάσει μαζί με τον μαστρο-Κώστα, μόνοι μας. Πολύ προσωπική δουλειά, κυρίως από τον μάστορα (και μετέπειτα πεθερό μου). Το κάθετι επάνω του, από το σαζμάν μέχρι τους καθρέπτες και την χειμωνιάτικη τέντα από καραβόπανο, ήταν γνήσια. Ακόμα και το χρώμα (bronze green deluxe) ήταν το γνήσιο, φερμένο από την Αγγλία.
Δεν πρέπει να είχε πάνω από 60 ίππους. Στα χαρτιά είχε 74. Είχε όμως ροπή από το μηδέν, πολύ κοντό γρανάζωμα, 1300 κιλά βάρος, λάστιχα ΝΑΤΟ 7.00 Χ 16, άκαμπτους άξονες μπρος-πίσω και πολύ καλές γωνίες.
Σε σχέση με τα περισσότερα 4Χ4 που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα την εποχή που τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες, ο παππούς ήταν σε άλλη κλάσση. Μπορούσε να χωθεί και να βγει από σημεία που οι οδηγοί τους δεν το φαντάζοταν. Εννοείται βέβαια ότι με σημερινά κριτήρια οι εκτός δρόμου δυνατότητες του θα περιγράφοντο από μικρές εώς ανύπαρκτες.
Ο παππούς κέρδιζε την αγάπη και τον θαυμασμό του κόσμου, όπου κι’αν βρισκόταν. Ήταν όμορφος και σπάνιος. Ο κόσμος τον έβλεπε σαν αντίκα και δεν δίσταζε να δείξει τον θαυμασμό του, παντού. Αυτό που “έβγαζε” το παλιό Land Rover ήταν μεράκι, γούστο και δουλειά. Όχι χοντρό πορτοφόλι και νεοελληνική χυδαιότητα. Έτσι ο κόσμος δεν δίσταζε να το κοιτάξει και ένιωθε άνετα να μας πιάσει κουβέντα και να εκφραστεί. Μας έχει χαρίσει αξέχαστες διακοπές σε Ελληνικά νησιά και αμέτρητα μεθυστικά βραδυνά road trips στους καλοκαιρινούς παραλιακούς δρόμους.
Εκεί που ήταν τραγικός ήταν σε θέματα ασφαλείας. Δεν διέθετε κανενός είδους προστασία σε περίπτωση ανατροπής. Επιπλέον, είχε ταμπούρα μπρός-πίσω και πολύ στενό μετατρόχιο. Αυτά τα αυτοκίνητα ήταν πραγματικά επικύνδυνα. Αν σκεφτώ τις διαδρομές που τόσο επιπόλαια κάναμε τότε, ακόμα και η δυσκολότερη διαδρομή με τα σημερινά σωληνωτά χωροδικυώματα μου φαίνεται “βόλτα στο πάρκο”…
Με τον παππού έκανα μερικά αξέχαστα off road ταξίδια στη Β. Ελλάδα. Ένα από αυτά ήταν πραγματικό epic expedition: 15 μέρες διάσχιση από το Κιλκίς μέχρι τα Πομακοχώρια της Ξάνθης. Όλη σχεδόν η Ροδόπη, αποκλειστικά από χωματόδρομους και διανυκτερεύοντας με σκηνές καθημερινά σε διαφορετικό δάσος.
Φυσικά, χωρίς GPS. Χάρτης… χάρτινος, πυξίδα, υπολογισμός των διαδρομών, ψάξιμο και απίστευτη περιπέτεια. Μπάνιο σε ποτάμια και καταρράκτες, περπάτημα σε μονοπάτια με ίχνη από αρκούδες, διαβίωση στα καλύτερα της και πάρα πολύ off road. Απόλυτη αίσθηση ελευθερίας.
Τα οχήματα, ένα Jeep CJ2, ένα Austin Gypsy πετρέλαιο (http://austingipsy.blogspot.com/) και ο παππούς. Και τα τρία μαζί είχαν, όταν έγινε το ταξίδι, 100 χρόνια ζωής πίσω τους. Και τα τρία μαζί είχαν ίσως 100 ίππους αθροιστικά :mrgreen:. Κανένα δεν είχε σκεπή ή κάποιου είδους προστασία για τους επιβαίνοντες.
Η παρέα, εννέα άτομα, τέσσερις φίλοι και πέντε κορίτσια. Εφεδρικά καύσιμα κουβαλούσαμε 100 λίτρα το κάθε όχημα, τρόφιμα για 10 γεύματα ο καθένας, συν ανταλλακτικά, σκηνές, υπνόσακκους κλπ, συν σκεύη για το μαγείρεμα κι όλα τα συναφή. Τα οχήματα με τον κόσμο και τα πράγματα ήταν φορτωμένα μέχρι τα μπούνια. Έτσι, το πλάνο ήταν κάθε 3-4 μέρες να κατεβαίνουμε στον πολιτισμό για πλήρη ανεφοδιασμό. Νερό φυσικά είχαμε όσο θέλαμε από τις αμέτρητες πηγές της περιοχής.
Όταν το ένα από τα τρία οχήματα της απερίγραπτης εκείνης παλιοπαρέας (το CJ2) τίναξε μοτέρ στην νυκτερινή ανάβαση προς το Καστανοχώρι, οι επιλογές που είχαμε ήταν να επιστρέψουμε ηττημένοι ή να συνεχίσουμε τις διακοπές με τους δύο Εγγλέζους, το Austin και τον παππού. Αποφασίσαμε το δεύτερο, κάτω από τα βλέμματα των κοριτσιών που μας παρακολουθούσαν να συζητάμε με απόλυτη σοβαρότητα, με μάτια κόκκινα από τη βραδυνή οδήγηση μέσα στη σκόνη, πως θα περιμένουμε να ξημερώσει για να αφήσουμε το CJ2 στο Καστανοχώρι και να συνεχίσουμε φορτώνοντας όλα τα πράγματα και τον κόσμο στα άλλα δύο οχήματα.
Έτσι και έγινε. Ο παππούς ρυμούλκησε το πεθαμένο CJ2 στο χωριό και μετά επέστρεψε. Φορτώσαμε όλα τα πράγματα και τα δέσαμε μέσα στα οχήματα. Στη συνέχεια ο κόσμος ανέβηκε πάνω στα πράγματα και συνεχίσαμε. Θυμάμαι ότι κατά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, ένας φίλος μου (Θωμά, καλή σου ώρα όπου και να είσαι) αποκοιμήθηκε πάνω στα πράγματα και παρολίγο να πέσει έξω από το όχημα. Τελικά μας πήρε 40 ώρες να φτάσουμε στην καρδιά του Καράντερε. Το φορτίο ήταν τόσο που η χρήση του low range ήταν σχεδόν μονόδρομος, ενώ τα πρωτόγονα φύλλα σούστας του παππού είχαν γίνει τόσο άνετα όσο ποτέ άλλοτε από το βάρος που σήκωναν. Κάθε 5-6 ώρες έπρεπε να συμπληρώνουμε βαλβολίνη στον πίσω άξονα, κατά τα άλλα όμως το Land Rover δούλευε σαν ραπτομηχανή. Ούτε υπερθέρμανση, ούτε τίποτα.
Οι διακοπές μας συνεχίζοταν και όλοι (ιδίως τα κορίτσια, προς έκπληξη μας) περνάγαμε απλά μαγικά. Μπάνιο, δάσος, περιπέτεια, φωτιά το βράδυ. Η έκπληξη του ταξιδιού ήταν ακόμα μπροστά μας αλλά φυσικά δεν το ξέραμε.
Φεύγοντας από το Στραβόρεμα προς Παρανέστι, χάσαμε επαφή με το Austin. Ασυρμάτους δεν είχαμε, πιστιρικάδες γαρ. Για κινητά και άλλα τέτοια χαϊλίκια, ούτε λόγος. Προς το απόγευμα, μετά από πολύ ψάξιμο για ίχνη από λάστιχα κλπ, αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο σημείο του camp της προηγούμενης νύχτας και να πιάσουμε τη διαδρομή από την αρχή. Τελικά, κατά τις 2 τη νύχτα τα φώτα του παππού έπεσαν πάνω στις σκηνές της παρέας. Σε λίγο, δέκα μέτρα πιο κάτω είδαμε και το Austin, ανάποδα.
Τα παιδιά μας είπαν τι είχε γίνει: Το Austin είχε φύγει στο πλάϊ του μονοπατιού και είχε τουμπάρει. Μη έχοντας σκεπή, roll cage, τέντα ή οτιδήποτε άλλο στο ταβάνι, “άδειασε” στο έδαφος τους ανθρώπους και όσα πράγματα δεν ήταν δεμένα (το τεράστιο φελιζολένιο ψυγείο με τις μπύρες και το παγωμένο νερό από το Στραβόρεμα, έμεινε μέσα) και συνέχισε μόνο του άλλη μία ολόκληρη τούμπα πριν σταματήσει στα πιο κάτω δέντρα. Κανείς δεν είχε πάθει τίποτα περισσότερο από γρατζουνιές! Αν δεν το είχα δει με τα μάτια μου δεν θα το πίστευα. Βλέποντας ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο τα παιδιά έστησαν σκηνές, έφαγαν και μας περίμεναν, ξέροντας ότι θα τους βρίσκαμε με κάθε τρόπο. Όταν τους βρήκαμε τη νύχτα, είχαν μπει στις σκηνές για ύπνο.
Το Austin δεν είχε πάθει ζημιά, μόνο παρπρίζ και παράθυρα είχαν σπάσει. Εργάτη όμως δεν είχαμε. Μόνο high-lift, σχοινιά, τον παππού και τα χέρια μας. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε την “ανέλκυση” του. Προς το απόγευμα το είχαμε βγάλει.
Το σενάριο ήταν να το γυρίσουμε στις ρόδες του σιγά σιγά με τα σχοινιά και το high-lift, ασφαλίζοντας τον πάντα από ψηλότερα δέντρα και στο τέλος να το τραβήξουμε με τον παππού πάνω από την πλαγιά. Θυμάμαι ότι σ’ αυτή τη τελική προσπάθεια ρυμούλκησης από την πλαγιά, είχαμε ανέβει και οι εννέα πάνω στον παππού γιατί αλλιώς σπίναρε και δεν μπορούσε να το τραβήξει. Υπάρχει σίγουρα λόγος που αυτά τα αρχαία Land Rover είναι θρύλοι: Δεν έκανε κιχ, ούτε μυρωδιά συμπλέκτη, ούτε οποιαδήποτε ζημιά.
Εννοείται ότι εκείνο το βράδυ φάγαμε με εξαιρετική όρεξη! Την επομένη βάλαμε μπροστά το Austin (βγάλσιμο μπεκ, μιζάρισμα, λάδια κλπ) και συνεχίσαμε τις διακοπές μας μέχρι την ημερομηνία που είχαμε υπολογίσει να επιστρέψουμε κανονικά στον πολιτισμό.
Ένα τέτοιο ταξίδι μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει σήμερα. Εγώ σίγουρα θα το θεωρούσα πάρα πολύ επιπόλαιο. Σίγουρα ήταν η απόλυτη κατάργηση κάθε κανόνα ασφαλείας και είχαμε άγιο που γυρίσαμε όλοι γεροί πίσω. Από την άλλη, ήταν μια από τις αξέχαστες εμπειρίες εκείνης της περιόδου, από αυτές που “γράφουν” ανεξήτιλα στη μνήμη.
Mike Miskis
Ωραίο άρθρο φιλαράκι. Αυτό που μου είχε κάνει πολύ εντύπωση στον “παππού” ήταν η πρωτόγονη αίσθηση που έδινε στον οδηγό. Δεν έχω οδηγήσει ποτέ τίποτα πιο παλιό! Επίσης θυμάμαι και τις διακοπές στη Σίφνο!!
Τι απέγινε ο παππούς;
Πόσο θα ήθελα αυτή η παρέα να ήταν οι Nomads και να ήμουν κι εγώ μαζί… Πολύ ωραία διήγηση Mike, από μία πολύ ωραία περιπέτεια!
Πολύ θα ήθελα να είχα ανακαλύψει κι εγώ πολύ νωρίτερα (από το 2003) ότι το αγαπημένο μου hobby είναι το off-road (μετά την ενασχόληση με τη γυναίκα μου και την κόρη μου φυσικά). Ελπίζω να μπορέσω στο μέλλον να αναπληρώσω το “χαμένο έδαφος”… Μαζί σας!
Νίκο, γράφοντας την ιστορία, το μυαλό μου πήγε πολλές φορές σε ‘σένα. Γιατί άραγε ?
Γιάννη, κάποια στιγμή ήρθε αυτό που λένε τα ζευγάρια “η σχέση μας έχει κάνει τον κύκλο της” .
Φιλαράκι, ήταν πρωτόγονος ακόμα και στην εποχή του.
Φαντάσου πως μας φαινόταν εμάς!
Θυμάσαι τους Ιταλούς στη Σίφνο: “la vecchia macchina!!” 🙂
Mike, στα ζευγάρια όταν συμβαίνει αυτό, συνήθως υπάρχει τρίτο πρόσωπο…
Mike, ο Πάκης θα θυμάται (και σίγουρα θα μπορεί να περιγράψει με τον απίθανο τρόπο που το κάνει), όταν είχα πρωτοπάρει το CJ και πήγα στις πρώτες εκδρομές με τη λέσχη της Εκάλης τότε.
Εκτός από το γεγονός ότι μου άρεσε να είναι ανοικτό και χωρίς πόρτες ή bikini βρέξει χιονίσει, ήταν και παντελώς ρημάδι. Έκαιγε λάδια (πολλά όμως), είχε ρήγμα στον κορμό, σπασμένο σασί, σκουριές σε διάφορα καίρια σημεία, έχανε νερά από την αντλία, είχε τζόγο μισή στροφή, μπούκωνε στην παραμικρή κλίση, γενικώς ήταν σε κατάσταση διάλυσης, με αξιοπιστία πλαστικής σακούλας σούπερ μάρκετ, στην οποία έχεις βάλει 15 κιλά αιχμηρά παλιοσίδερα: Περίμενες να ακούσεις τον ήχο της ολοκληρωτικής καταστροφής από στιγμή σε στιγμή! Κι όμως, ακόμα κι έτσι (ίσως και εξαιτίας αυτού του γεγονότος), είναι αξέχαστες οι στιγμές που περνούσαμε!
Γιάννη, αυτό είναι μια άλλη ιστορία 🙂
Νίκο, το πως σε χαλαρώνουν αυτά τα παλιά οχήματα είναι πράγματι απίστευτο. Έχουν τραγικές επιδόσεις – άνεση – κράτημα, αλλά τόσο ξεχωριστό χαρακτήρα που οδηγώντας τα, απλά σου φτιάχνει η διάθεση.
Όταν ο παππούς ήρθε στο σπίτι του κυρ Κώστα, ήταν ρημάδι εξωτερικά, αλλά σασσί και κινητήρας ήταν τζιτζί. Λόγω της προηγούμενης ζωής του (υπηρεσιακό στην Κύπρο) δεν είχε πολλά μίλια και καθόλου σκουριά στο -θηριώδες- σασσί του.
Όταν όμως πρωτοανοίξαμε την τάπα του σαζμάν, αντί για λάδι βγήκε ένας μαύρος πολτός, πολύ γρέζι και 5-6 δόντια από γρανάζι
Ένα χρόνο μετά που τελείωσε η ανακατασκευή, ήταν ολοκαίνουργιος, έτοιμος για έκθεση. Ο Πάνος ίσως το θυμάται.
Νίκο έτσι ήταν το CJ; 😀
(Ο Μιχάλης μετά από στέρηση οδήγησης αυτοκινήτου 15ημερών πήδηξε μέσα στο πρώτο Jeep που βρήκε! :D. Η φωτογραφία είναι από το Goreme γυρνώντας από το Ιράν)
Συγκινήθηκα,αναπόλησα,ονειρεύτηκα…να ‘σαι καλά Mike…αυτός ο παππούς μου ενίσχυσε τις απόψεις μου για τη ζωή…να ‘σαι πάντα καλά για ακόμα μία φορά.
😎
Mike, μέχρι και εγώ συγκινήθηκα (αλήθεια)!!!!
Η πόζα σας, όλα τα λεφτά!
Να ρωτήσω ποιός από την παρέα ήταν ο τρελός, ή όχι?
Ντίνο, το περίμενα να γράψεις!!
Όσο για την ερώτηση, άστο, πάει καιρός…