Ιστορίες απογευματινού καφέ

Φιλαράκια, αυτό το άρθρο είναι rewriting ενός παλιότερου. Το αρχικό υπάρχει στο αρχείο αλλά αυτό εδώ είναι καλύτερο. Οι φωτογραφίες είναι από την εποχή της ιστορίας και δεν έχουν υποστεί καμία επεξεργασία

Η δουλειά μου με φέρνει σε επαφή με κάθε τι καινούργιο στην αγορά του off road. Και όσο κι αν μου αρέσει, συχνά με κάνει να ταυτίζω την περιπέτεια με τα high-tech προϊόντα του χώρου μας. Έτσι χρειάζεται πότε πότε να θυμάμαι πως η ικανοποίηση της ανάγκης να γνωρίσουμε the new and the unseen δεν μετριέται με specs. Τις προάλλες λοιπόν έπεσε στα χέρια μου ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από ένα παλιό ταξίδι και θέλω να μοιραστώ την ιστορία του μαζί σας. Επιτρέψτε μου όμως πρώτα να σας γνωρίσω κάποιον.

Λοιπόν, αυτός ήταν ο παππούς. Ένα Land Rover Series III SWB του τέλους της δεκαετίας του ’60, με μεταξόνιο 88 ιντσών και κινητήρα βενζίνης 2.25 λίτρων. Τον είχα βρει σε αποκαρδιωτική κατάσταση, στο γκαράζ ένος διαφημιστή πελάτη μου. Όταν όμως τον ανακατασκευάσαμε με τον κύριο Κώστα, ρίχνοντας ατελειώτη προσωπική δουλειά, ξενύχτια και χρήματα, έγινε κούκλος! Το κάθετι επάνω του ήταν original. Από το σαζμάν μέχρι τους καθρέπτες και την χειμωνιάτικη τέντα από καραβόπανο. Μέχρι και το χρώμα bronze green deluxe από τα sixties ήταν το γνήσιο, φερμένο από την Αγγλία. Είχε μόνο 74 ίππους, όσους ένα σύγχρονο αυτοκίνητο πόλης. Είχε όμως αρκετή ροπή, πολύ κοντό gearing και ζύγιζε όσο τα κορυφαία σπορ αυτοκίνητα, δηλαδή το μισό απ’όσο ζυγίζει σήμερα το FJ μου. Με τόσο χαμηλό βάρος, military τροχούς 700Χ16, άκαμπτους άξονες και καλές γωνίες, μπορούσε να περάσει από σημεία που φάνταζαν απροσπέλαστα. Ήταν πραγματικά λεβέντης με τα κριτήρια της εποχής του.

Όπου κι αν βρισκόταν κέρδιζε την αγάπη και τον θαυμασμό. Ήταν όμορφος, σπάνιος, εξέπεμπε καλό γούστο και πολλή δουλειά κι ο κόσμος δεν δίσταζε να εκδηλωθεί και να μου πιάσει κουβέντα. Μου έχει χαρίσει αξέχαστες διακοπές σε Ελληνικά νησιά και μεθυστικές βραδυνές βόλτες σε παραλιακούς δρόμους.

Εκεί που δεν το είχε, ήταν στην άνεση και την ασφάλεια. Άβολα flat καθίσματα χωρίς σχήμα και headrest, καμία μόνωση και ανάρτηση κάρου. Επιπλέον, πανάρχαια φρένα και πολύ στενό μετατρόχιο. Αν σκεφτώ τι κάναμε τότε, ακόμα και η δυσκολότερη διαδρομή με τα σημερινά οχήματα μου φαίνεται βαρετά ασφαλής. Με τον παππού έζησα φανταστικές περιπέτειες στη Β. Ελλάδα. Μία απ’αυτές ήταν πραγματικό epic expedition. Δύο εβδομάδες διάσχιση από δασικούς δρόμους και αχαρτογράφητα μονοπάτια από το Κιλκίς μέχρι τα Πομακοχώρια της Ξάνθης. Όλη σχεδόν η αχανής Ροδόπη, διανυκτερεύοντας με σκηνές καθημερινά σε διαφορετικό δάσος. Φυσικά χωρίς GPS. Χάρτινος χάρτης, πυξίδα, υπολογισμός των διαδρομών με αζιμούθιο, ψάξιμο και απίστευτο fun. Κολύμπι σε ποτάμια, βουτιές σε καταρράκτες, περπάτημα σε μονοπάτια με ίχνη από αρκούδες, διαβίωση στα καλύτερα της και πάρα πολύ off road. Απόλυτη αίσθηση ελευθερίας.

Η παρέα μας ήταν εννέα μπουμπούκια. Δύο κολλητοί μου από Β.Ελλάδα, ένας φίλος από Κρήτη, εγώ και πέντε κορίτσια. Τα οχήματα μας έμοιαζαν και τα τρία λες και τα είχαμε κλέψει από τα γυρίσματα κάποιας ταινίας εποχής. Ένα Jeep CJ2, ένα Austin Gypsy και ο παππούς. Αθροιστικά είχαν 100 χρόνια ζωής πίσω τους. Επίσης είχαν ίσως 100 ίππους, αθροιστικά πάντα. Κανένα δεν είχε σκεπή ή κάποια προστασία για τους επιβάτες από τη σκόνη και τον ήλιο, το κρύο και τη βροχή. Κουβαλούσαμε 100 λίτρα εφεδρικά καύσιμα για το κάθε όχημα, τρόφιμα για 10 γεύματα, ανταλλακτικά, σκηνές, υπνόσακκους κλπ, συν σκεύη για το μαγείρεμα, όπλα, survival gear κι όλα τα συναφή. Τα οχήματα ήταν φορτωμένα σε υπερβολικό σημείο. Το πλάνο ήταν κάθε λίγες μέρες να κατεβαίνουμε στον πολιτισμό για ανεφοδιασμό. Νερό φυσικά είχαμε όσο θέλαμε, από τις αμέτρητες πηγές του δάσους. Ξεκινήσαμε βράδυ, επίτηδες για να οδηγήσουμε όλη τη νύχτα κάτω από τ’αστέρια και να αποφύγουμε το ψήσιμο από τον ήλιο. Όμως στην ανάβαση προς το Καστανοχώρι, λίγο πριν ξημερώσει, το μοτέρ του CJ δεν άντεξε κι έφυγε for a better place. Ήττα. Άναμα φωτιάς, καφές και συμβούλιο των αντρών της φυλής.

Πράγματι οι επιλογές που είχαμε ήταν να επιστρέψουμε ηττημένοι ή να συνεχίσουμε την περιπέτεια με τους δύο Εγγλέζους, το Austin και τον παππού. Αποφασίσαμε το δεύτερο κάτω από τα βλέμματα των κοριτσιών που μας παρακολουθούσαν να λέμε με απόλυτη σοβαρότητα, με μάτια κόκκινα από τη σκόνη, πως όταν ξημερώσει θα συνεχίσουμε με τα εναπομείναντα οχήματα. Έτσι κι έγινε. Ο παππούς ρυμούλκησε το πεθαμένο τζιπ στο Καστανοχώρι και επέστρεψε. Φορτώσαμε τα πάντα και τα δέσαμε. Στη συνέχεια ο κόσμος ανέβηκε πάνω στα πράγματα και συνεχίσαμε. Θυμάμαι ότι κατά το μεσημέρι της επόμενης μέρας ένας φίλος μου (Tom, ζεις;) αποκοιμήθηκε πάνω στα πράγματα και παρολίγο να πέσει έξω απ’το όχημα. Τελικά μας πήρε 40 ώρες να φτάσουμε στην καρδιά του Καράντερε. Το φορτίο ήταν τόσο που η χρήση του low range ήταν σχεδόν μονόδρομος, ενώ τα πρωτόγονα φύλλα σούστας του παππού είχαν γίνει τόσο άνετα όσο ποτέ άλλοτε από το βάρος που σήκωναν. Κάθε λίγο έπρεπε να συμπληρώνουμε λάδι στον πίσω άξονα. Κατά τ’άλλα όμως το Land Rover δούλευε σαν ραπτομηχανή. Ούτε υπερθέρμανση, ούτε τίποτα. Οι μέρες περνούσαν, οι διακοπές μας συνεχίζοταν και όλοι, ιδίως τα κορίτσια προς έκπληξη μας, περνούσαμε μαγικά. Μπάνιο, δάσος, περιπέτεια, φωτιά το βράδυ και ατέλειωτο γέλιο και κουβέντες.

Η έκπληξη του ταξιδιού ήταν ακόμα μπροστά μας αλλά δεν το ξέραμε. Φεύγοντας από το Στραβόρεμα στο δάσος του Φρακτού για Θέρμα και Παρανέστι, χάσαμε επαφή με το Austin. Ασυρμάτους δεν είχαμε, ήμασταν ακόμα εντελώς πρωτόγονοι. Για κινητά και άλλα τέτοια gizmos ούτε λόγος. Προς το απόγευμα, μετά από πολύ ψάξιμο στα μονοπάτια για ίχνη από τα λάστιχα του Austin αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο σημείο του camp της προηγούμενης νύχτας και να πιάσουμε τη διαδρομή από την αρχή. Kατά τις 2 τη νύχτα τα φώτα του παππού έπεσαν πάνω στις σκηνές της παρέας και μερικά μέτρα πιο κάτω είδαμε και το Austin.

Τα παιδιά μας είπαν τι είχε γίνει. Το Austin είχε φύγει στο πλάϊ του μονοπατιού και είχε τουμπάρει. Μη έχοντας σκεπή, roll cage, τέντα, τίποτα πάνω από τους επιβάτες, στην πρώτη τούμπα άδειασε στο έδαφος τους ανθρώπους και όσα πράγματα δεν ήταν δεμένα. Και συνέχισε μόνο του άλλη μία ολόκληρη τούμπα πριν σταματήσει στα πιο κάτω δέντρα. Κανείς δεν είχε πάθει τίποτα περισσότερο από γρατζουνιές! Αν δεν το είχα δει με τα μάτια μου δεν θα το πίστευα. Βλέποντας ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο, τα παιδιά έστησαν σκηνές, άναψαν φωτιά, μαγείρεψαν και μας περίμεναν. Ήξεραν ότι θα τους ψάχναμε με κάθε τρόπο μέχρι να τους βρούμε. Όταν τους βρήκαμε τη νύχτα είχαν μπει ήδη στις σκηνές για ύπνο. Δεν είχαν εμφανή σημάδια μετατραυματικού στρες. Το επόμενο πρωϊ έκπληκτοι διαπιστώσαμε ότι το Austin δεν είχε πάθει σοβαρή ζημιά. Μόνο τσαλακωμένες λαμαρίνες, σπασμένα παράθυρά και παρπρίζ. Ηλεκτρικούς εργάτες όμως δεν είχαμε. Μόνο high-lift, πολλά μέτρα σχοινί, τσεκούρια, εργαλεία, τον παππού και τα χέρια μας. Ετοιμάσαμε στη φωτιά σιτεμένα μοσχαρίσια steaks, πατάτες στη χόβολη και δυνατό καφέ και μετά πιάσαμε δουλειά. Προς το απόγευμα το είχαμε βγάλει. Θέλαμε να το γυρίσουμε στις ρόδες του σιγά σιγά με τα σχοινιά και το high-lift, ασφαλίζοντας το πάντα από ψηλότερα δέντρα. Και στο τέλος να το τραβήξουμε από την απότομη πλαγιά. Θυμάμαι ότι σ’ αυτή τη τελική προσπάθεια τραβήγματος, είχαμε ανέβει και οι εννέα πάνω στον παππού γιατί αλλιώς σπίναρε και δεν μπορούσε να το τραβήξει. Υπάρχει σίγουρα λόγος που αυτά τα αρχαία Land Rover είναι θρύλοι. Άντεξε, ούτε μυρωδιά συμπλέκτη, ούτε οποιαδήποτε ζημιά. Εννοείται ότι εκείνο το βράδυ φάγαμε ξανά φανταστικά και με εξαιρετική όρεξη. Την επομένη κάναμε τις απαραίτητες επισκευές στην μηχανή του Austin και συνεχίσαμε τις διακοπές μας, μέχρι την ημερομηνία που επιστρέψαμε κύριοι στον πολιτισμό. Στην Ροδόπη ξαναταξιδέψαμε πολλές φορές κι έχω πολλές τέτοιες ιστορίες. Κανείς ευτυχώς δεν ξανάπεσε σε γκρεμό. Μεχρι που εκείνη η παρέα σκόρπισε, όπως γίνεται συνήθως.

Ένα τέτοιο ταξίδι δεν θα μπορούσε να γίνει σήμερα. Θα το θεωρούσα επιπόλαιο και δεν θα εξέθετα τα παιδιά και τους ενήλικες της παρέας σε τέτοιες συνθήκες. Σίγουρα περιφρονήσαμε κάθε κανόνα ασφαλείας και είχαμε τεράστια τύχη που γυρίσαμε όλοι πίσω. Την αίσθηση της ελευθερίας όμως, την κακουχία, τις νύχτες στα ξέφωτα του πανάρχαιου δάσους με τη λάμψη της φωτιάς να ζωγραφίζει παράξενα σχήματα στα γύρω έλατα, τις βουτιές στις φυσικές πισίνες με το παγωμένο νερό, την συντροφικότητα και την εξάρτηση από τον διπλανό σου για την επιβίωση, νιώθω τόσο μα τόσο τυχερός που τα έζησα. Και θα ‘θελα κι η μικρή μου να μάθει πως αυτά δεν υπάρχουν μόνο στα βιβλία.

Mike Miskis

Το λευκό FJ

Ένας φίλος μου από το Οχάιο το είχε ποστάρει και το κράτησα

Αν κλικάρατε το link που έβαλα στο Facebook και ήρθατε εδώ περιμένοντας να διαβάσετε τεχνικό άρθρο, φιλαράκια μου την πατήσατε.
Εντάξει, θα έχουμε την πρέπουσα δόση τεχνικών όρων. Τόση ώστε να αποθαρρύνει αρκετούς από το να ολοκληρώσουν την ανάγνωση και να διευκολύνει τους ενοχικούς να το χαρακτηρίσουν ως μη πνευματικό έργο. Έτσι για να μείνουμε μεταξύ μας. Γιατί βλέπετε, μπορεί τώρα που το διαβάζετε να μην απολαμβάνω την παρέα σας αλλά πέρασα τόσο καλά γράφοντάς το επειδή είχα αυτή τη χουζούρικη αίσθηση της συζήτησης μαζί σας. Πλέον γράφω μόνο για να περνάω καλά κι επίσης μου αρέσει η σκέψη ότι την επόμενη φορά που θα βρεθούμε εκεί έξω, κάποιοι από εσάς θα έρθουν να μου πουν “ρε Μάικ, τι φανταστικά που πέρασα διαβάζοντας εκείνο το κόμμάτι για το FJ”.

Που ήμασταν; Α, ναι, στο ’87.

Το 1987, ο πατέρας μου ήρθε μια μέρα σπίτι οδηγώντας ένα παράξενο αυτοκίνητο και το παιδικό μου μυαλό αμέσως κατέγραψε πως ήταν λευκό και πως έκανε φανταστικό θόρυβο. Όχι θόρυβο φιγούρας αλλά χαμηλό και μπάσο, για τον εαυτό του. Ήταν ένα ολοκαίνουργιο Defender 90 3500 V8.
Η σχέση μου με το off road είχε ξεκινήσει πριν από τον ερχομό του Defender αλλά σίγουρα χωρίς αυτό δεν θα ήταν αυτή που είναι. Το θαύμασα, το έκλεψα και το οδήγησα στα κρυφά. Αργότερα που πήρα δίπλωμα το πήρα στα φανερά και όταν πια μπορούσα να το συντηρώ οικονομικά, το υιοθέτησα, το έφτιαξα όπως το ονειρευόμουν και γύρισα όλη μα όλη την Ελλάδα μέχρι το 2001 που πουλήθηκε. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι έχω κάνει περισσότερα χιλιόμετρα με Defender από κάθε άλλον Έλληνα που τυχαίνει να γνωρίζω.

Μετά ήρθε η εποχή των εναλλαγών και πραγματικά πέρασαν από τα χέρια μου αμέτρητα αυτοκίνητα. Τα περισσότερα ήταν υπέροχα. Επίσης τα περισσότερα αλλά όχι όλα, ήταν 4Χ4. Όπως αυτά που μας ενδιαφέρουν εδώ που μιλάμε για περιπέτειες και τέτοια macho πράγματα. Ελπίζω να είστε ΟΚ μ’αυτό και να μην θέλετε κουβέντα για άλλα βαθιά υπαρξιακά θέματα όπως ας πούμε σπορ αυτοκίνητα και καλά ξενοδοχεία (αν όμως θέλετε, υπάρχει και το inbox). Διάφορα Land Cruiser και γενικά Toyota, διάφορα Wrangler και γενικά Jeep και διάφορα άλλα. Αγώνες και αγωνιστικά ή δήθεν αγωνιστικά, κλπ κλπ. Κάθε φορά που ερχόταν ένα καινούργιο όπλο, το συνόδευα με ειλικρινείς ευχές αλλά και πεποίθηση ότι αυτό θα είναι The One, με αυτό θα γυρίσω τον κόσμο, θα είμαστε μαζί για πάντα και άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Και κάθε φορά, όλα αυτά τα βαρύγδουπα έμεναν στα λόγια. Τα πίστευα πάντως. Όπως με τους έρωτες, που κάθε γυναίκα είναι η γυναίκα της ζωής μας μέχρι την επόμενη. Αν κι εγώ με στους έρωτες δεν έλεγα ποτέ βαρύγδουπα. Τα έλεγα για τα αυτοκίνητα. Απώθηση, προβολή, μετάθεση, τώρα θα βρείτε διάφορους όρους που να το εξηγούν αυτό. Αλλά θα έχετε φυσικά άδικο.
Τουλάχιστον τα αυτοκίνητα δεν πληγώνονται όταν δεν τηρείς τις υποσχέσεις σου και τα προδίδεις. Έτσι λένε. Θέλω να πιστεύω πως κανένα τους δεν μου κρατάει κακία που το άλλαξα. Εγώ πάντως όλα μα όλα, τα θυμάμαι με αγάπη και χαμόγελο. Τόσο τα ίδια όσο και τα συναισθήματα που βίωσα με το καθένα.
Anyway, η εποχή των βαρύγδουπων υποσχέσεων για ατέλειωτα ταξίδια και ισόβια αγάπη πέρασε από μόνη της, όπως από μόνη της μου είχε έρθει. Και τώρα αυτό που με νοιάζει είναι ότι το αυτοκίνητο που με περιμένει στο γκαράζ θα με γεμίσει χαρά αύριο το πρωϊ που θα το βάλω μπροστά. Με γεμίζει χαρά και τώρα που γράφω και μπορώ να το δω από το παράθυρο. Μάλλον τελικά η μόνη βεβαιότητα στο παρόν είναι το ίδιο το παρόν.

Το πιο απότομο goodbye ήταν στο Truck, επειδή με το Truck είχα πραγματικά ονειρευτεί ότι θα γυρίσω τον κόσμο. Κι όμως, ήταν ένα πολύ rewarding goodbye και κοιτάζοντας τώρα πίσω, βλέπω ότι συνέβη και σε τέλειο timing.

Τώρα ήρθε το FJ. Το πρωτογνώρισα πριν 4 χρόνια νομίζω, όταν ο τότε ιδιοκτήτης του και μετέπειτα στενός μου φίλος ήρθε στην Tuff σαν πελάτης. Το ήξερα καλά, το θαύμαζα, ήξερα ότι ο ιδιοκτήτης του το είχε φέρει καινούργιο από τις Η.Π.Α. και ότι ποτέ δεν μέτρησε τα έξοδα στον εξοπλισμό και στην φροντίδα του. Ήταν ακριβώς όπως θα το έφτιαχνα αν ήταν δικό μου. Έτσι όταν αποφάσισε να το αποχωριστεί γιατί όπως έλεγε, ήταν τρομερά πολυέξοδο και τον είχε κουράσει, δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω σε άλλα χέρια. Ήταν μοιραίο να γίνει δικό μου. Ένα καλό και παραδοσιακό deal (BTW ευχαριστώ Αναστάση!!) και η υπόθεση έκλεισε.
Αυτό έγινε πριν περίπου έναν χρόνο. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί ο φίλος μου θεωρούσε το FJ πολυέξοδο αλλά τώρα πια ξέρω τι εννοούσε. Μετά από το reconstruction που θα σας αναφέρω περιληπτικά στη συνέχεια, μου έχει κοστίσει τόσο που πρακτικά θα ήταν εντελώς λάθος να το αποχωριστώ. Ακόμα κι αν το ήθελα. Προς το παρόν δεν θέλω γιατί το μόνο αυτοκίνητο που θα μ’έβαζε σε πειρασμό είναι ένα καινούργιο Mercedes G-Wagen, το οποίο όμως κοστίζει όσο το ΑΕΠ μιας μικρής πόλης.

Το FJ λοιπόν είναι η έκδοση Trail Teams, μάλλον είναι το μοναδικό τέτοιο στη χώρα μας. O εργοστασιακός φάκελος πτήσης είναι τουλάχιστον εντυπωσιακός. Τετράλιτρος 24βάλβιδος V6 με τέσσερις εκκεντροφόρους και μεταβλητό χρονισμό VVTL-i, εισαγωγή, πρόγραμμα και εξάτμιση της TRD, χάριν των οποίων φτάνει τους 275 ίππους (34 περισσότερους απ’όσους στις νορμάλ εκδόσεις των LC120, FJ και Tacoma που φορούν τον ίδιο κινητήρα), άφθονη ροπή και αυτόματο 5άρι κιβώτιο. E-Locker στον πίσω άξονα και σύστημα ελέγχου πρόσφυσης στο 4Low που η εταιρεία το ονομάζει A-Trac και ενεργοποιείται σε όλους τους τροχούς με διακόπτη από το καντράν σαν locker. Τετρακίνηση κατ’ επιλογή με 2H, 4H, Neutral και 4Low (αυτό για τον φίλο που με ρώτησε στο fb), εσωτερικό χωρίς μοκέτες, που πλένεται με πιεστικό και σοβαρή exdedition σχάρα στην οροφή.
Επιπλέον το “δικό μας” φοράει ότι καλύτερο aftermarket υπάρχει διαθέσιμο στην αγορά. Armor kit με μπροστινό και πίσω προφυλακτήρα της ARB και Rock Sliders, μεγάλο εργάτη και ποδιά φυσικά, Snorkel της ARB, axle kit της RCV, ρυθμιζόμενη ανάρτηση της Icon 2.5” πίσω και ρυθμιζόμενα Radflo με ψαλίδια χρωμομόλυβδου της Total Chaos εμπρός, full LED light kit και ένα φανταστικό in-car Multimedia System μαζί με συναγερμό της Viper με remote start και άπειρα άλλα options.
Βασικά όμως είναι, τόσο μα τόσο ερωτεύσιμο. Είναι το σχήμα του, οι μικρές και κάθετες γυάλινες επιφάνειες, οι ανάποδες πόρτες και γενικά η στυλιζαρισμένη αισθητική και χαρακτήρας, που σ’αυτή τη φάση της ζωής μου ταιριάζουν γάντι. Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι αυτή η εκκεντρική αισθητική απευθύνεται σε όλους. Εδώ θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω ότι παρόλο που το FJ κατασκευάζεται στην Ιαπωνία και στην συνέχεια εξάγεται στις Η.Π.Α., η προσοχή στην αισθητική οφείλεται στην αμερικάνικη στόχευσή του.
Επίσης βασικό είναι ότι δείχνει στοκ, χωρίς θηριώδη λάστιχα και άλλα τέτοια κραυγαλέα και ξένα προς το γούστο μου.

Εντυπώσεις. Καταρχήν διψάει. Δύσκολα πέφτει κάτω από 20 λίτρα ενώ εύκολα ξεπερνάει τα 25. Το βάρος του είναι 2430 κιλά, μετρημένο με ακρίβεια. Η κίνησή του στην άσφαλτο και στον χωματόδρομο είναι εντελώς ισοπεδωτική. Σε αυτό δεν είμαι καθόλου υπερβολικός όταν λέω ότι δεν έχω οδηγήσει άλλο όχημα που να αδιαφορεί τόσο επιδεικτικά για κάθε είδους λακούβα, χαντάκι και γενικότερα ανωμαλία που περνάει κάτω από τους τροχούς του. Πραγματικά μαγική ανάρτηση. Η καμπίνα έχει μεγάλο πλάτος και ύψος και είναι εξαιρετικά μονωμένη. Η συναρμογή είναι απλά άριστη. Η ποιότητα και αισθητική των υλικών είναι εσκεμμένα outdoor και πολύ νεανική. Όλα είναι χοντροκομμένα για να πιάνονται με γάντια και να πλένονται με νερό και σαπούνι και γενικά η καμπίνα δεν είναι καθόλου black tie, είναι το αντίθετο concept.

Ο χώρος φόρτωσης είναι μεσαίου μεγέθους.

Στον δρόμο το FJ είναι ένας μεγάλος τεμπέλης αρκούδος που βαριέται να στρίβει και να τρέχει στην άσφαλτο. Λόγω δύναμης θα προσπεράσει εύκολα, τρομοκρατώντας τα Ι.Χ. γύρω του. Επίσης θα στρίψει με ασφάλεια και ακρίβεια λόγω του IFS, της κρεμαγιέρας αλλά και των ηλεκτρονικών συστημάτων ευστάθειας. Αλλά γενικά βαριέται. Είναι σαν αν σου λέει “άσε με να γουργουρίζω χαλαρά και θα φτάσουμε βρε παιδί μου, τι σ’έπιασε τώρα και βιάζεσαι;”.
Γενικά ο ρυθμός που μπορεί να κινηθεί δεν υπαγορεύεται από τη δύναμη που έχει αλλά από το βάρος και τον όγκο του. Όσο κι αν κάποιος που δεν έχει εμπειρία από τέτοια αυτοκίνητα δυσκολεύεται αν το πιστέψει, δεν έχει καμία σχέση με το πως κινείται ένα ασφάλτινο αυτοκίνητο. Δεν μιλάω καν για σπορ, μιλάω για οικογενειακά. Ένα Ford Kuga με 177 ίππους που είχα στα χέρια μου τις προάλλες μπορούσε να κινηθεί σε ρυθμούς άπιαστους για το FJ.

Εκτός δρόμου, το ξέρω καλά. Είναι βαρύ, βουλιάζει εύκολα και αν φορούσε 35” θα ήταν πολύ πιο ικανό. Αλλά μέχρι εκεί που θα φτάσει θα το κάνει με άνεση τεθωρακισμένου. Μετά χρειάζονται πολλοί και δυνατοί εργάτες όπως έχουμε διαπιστώσει στην Κερκίνη.
Μπορεί όμως να κάνει και μαγικά πράγματα σε σκληρό terrain γιατί έχει το χαμηλότερο κέντρο βάρους που έχω συναντήσει σε 4Χ4 (προσωπική εκτίμησή μου που δεν την έχω τεκμηριώσει με στοιχεία), φανταστική μετάδοση, άφθονη δύναμη και είναι προστατευμένο περιμετρικά από ζημιές.

Γενικά δεν είναι αυτοκίνητο για ακροβασίες αλλά είναι φανταστικό για εκδρομές. Πιο απλά δεν μπορώ να το γράψω.

Το reconstruction που προανέφερα περιελάμβανε άνοιγμα και ολική ανακατασκευή του μοτέρ, των περιφεριακών, του σασσί και του αμαξώματος, φυσικά χρησιμοποιώντας γνήσια ανταλλακτικά του κατασκευαστή. Καθώς και ατελείωτες ώρες προσωπικού detailing. Κράτησε με διαλλείματα σχεδόν έναν χρόνο και ελπίζω να αποδειχτεί ότι έπραξα σωστά που το αποφάσισα.

Αυτά λοιπόν. Έχει πλάκα αυτό το παράξενο λευκό αυτοκίνητο με τον φανταστικό μπάσο θόρυβο. Σχεδόν όση είχε εκείνο το άλλο πριν 30 χρόνια. Φιλαράκια μου, θα τα πούμε στην επόμενη τέλεια εκδρομή μας!

Mike Miskis

Programmed to receive

Ίσως φταίει που σ’ όλο το ταξίδι άκουγα αυτό το καταπληκτικό remix του Robert Mc Drew. Ίσως φταίει που το ακούω και τώρα. Πάντως αυτή τη φορά δεν θέλω να γράψω άρθρο. Μου αρκούν η μουσική και οι εικόνες.

Βάλτε λοιπόν ακουστικά, τον ήχο στο τέρμα (ιδίως στο θέμα με τα keyboards), κάντε κλίκ στην πρώτη φωτό και δείτε μια μίξη από τους φάκους της Άννας, του Γιώργου και του Αναστάση.

Μίξη επίσης από τα μοτίβα του ταξιδιού. Τα παιδιά, τα αυτοκίνητα, την φύση, εμάς. Χωρίς σειρά.

Βρεθήκαμε μετά από μήνες εκεί έξω κι ένιωσα σαν να μην είχα λείψει ούτε μέρα. Ταυτόχρονα νιώθω πως δεν έφυγα στιγμή από την Αθήνα. Λατρεύω τη ζωή στην πόλη κι όμως ένα κομμάτι μου ανήκει εκεί έξω, στην ερημιά.

Δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθούμε να ταξινομήσουμε τα πάντα. Να τα βάλουμε σε σειρά ή σε κουτάκια ή να τους βάλουμε ετικέτες. Ή μπορεί μερικές φορές, απλά να μην γίνεται.

 

 

 

 

Αναστασία, Άννα, Αμέλια, Γιώργο, καλωσήλθατε στην παρέα.

Μαρία, Δέσποινα, Αναστάση, πλέον δεν γίνεται δουλειά χωρίς εσάς, το έχετε καταλάβει νομίζω.

Όσο για τους υπόλοιπους, τους νομάδες εκείνων των παλιών ονείρων, όσο πάτε κι ομορφαίνετε βρε άτιμα πλάσματα.

Πολλά φιλιά!!

Mike